- τορνευτολυρασπιδοπηγός
- τορν-ευτολῠρ-ασπῐδο-πηγός, ὁ,A lyre-turner and shield-maker, Com. word in Ar.Av.491 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τορνευτολυρασπιδοπηγός — ὁ, Α (κωμ. λ.) (στον Αριστοφ.) αυτός που τορνεύει λύρες και κατασκευάζει ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορνευτής + λύρα + ἀσπίς, ίδος + πηγός (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
τορνευτολυρασπιδοπηγοί — τορνευτολυρασπιδοπηγός lyre turner and shield maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)